- μεγαλάδικος
- μεγᾰλ-άδῐκος, ον,A unjust in great matters, opp. μικραδικητής, Arist. Rh.1391a29.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεγαλάδικος — μεγαλάδικος, ον (Α) άδικος σε σπουδαία ζητήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἄδικος] … Dictionary of Greek
μεγαλάδικοι — μεγαλάδικος unjust in great matters masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… … Dictionary of Greek